-
1 ложка
ложка ж το κουτάλι· десертная \ложка το κουταλάκι γλυκού"* * *жτο κουτάλιдесе́ртная ло́жка — το κουταλάκι γλυκού
ча́йная ло́жка — το κουταλάκι τσαγιού
-
2 teaspoon
1) (a small spoon for use with a teacup: I need a teaspoon to stir my tea.) κουταλάκι γλυκού2) (a teaspoonful: a teaspoon of salt.) κουταλιά γλυκού -
3 ложкца
ло́жкцаж τό κουτάλι, τό χουλιάρι, τό κοχλιάριον:ча́йная \ложкца τό κουταλάκι τοῦ τσαγιού· столовая \ложкца τό κουτάλι, τό κουτάλι τῆς σούπας· десертная \ложкца τό κουταλάκι τοῦ γλυκού· разливательная \ложкца ἡ κουτάλα, ἡ μεγάλη κουτάλα, ἡ χουλιάρα· ◊ через час по чайной \ложкцае погов. μέ τό σταγονόμετρον. -
4 ложка
-и θ.1. κουτάλι, κοχλιάριο, χουλιάρι•столовая ложка κουτάλι της σούπας•
чайная ложка κουταλάκι του τσαγιού•
деревянная ложка ξύλινο κουτάλι•
десертная ложка κουταλάκι του γλυκού•
разливательная ложка κουτάλα διανομής• ποσοτικό μέτρο•
ложка соли ένα κουτάλι αλάτι.
2. βλ. кастаньеты.εκφρ.через час по (чайной) -е – πολύ αργά, από λίγο-λίγο. -
5 десертный
десерт||ныйприл ἐπιδόρπιος:\десертныйная ложка τό κουταλάκι. τοῦ γλυκού· \десертныйные ви́на τά ἐπιδόρπια κρασιά.
См. также в других словарях:
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek